

Η “νέα δομή” δεν συνοδεύεται από σαφές διακλαδικό πλαίσιο, αφήνοντας θολή τη διαδικασία συνεργασίας και διαλειτουργικότητας μεταξύ Κλάδων. Η κατάργηση κρίσιμων χερσαίων διοικήσεων διαταράσσει την ισορροπία της διακλαδικότητας, αποδυναμώνοντας δυσανάλογα τον Στρατό Ξηράς, χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση στους άλλους Κλάδους.
Η 1η Στρατιά επίσης, αναγνωρίζεται από το ΝΑΤΟ ως στρατηγείο επιπέδου Στρατιάς (Field Army HQ), με ρόλο στρατηγικής εφεδρείας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Σε περίπτωση σύρραξης, μπορεί να αναλάβει τη διοίκηση χερσαίων συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή ευθύνης του SACEUR, ειδικά στον άξονα Βαλκανίων – Μαύρης Θάλασσας. Έχει συμμετάσχει σε σημαντικές ασκήσεις, παρέχοντας ικανότητες Command & Control για δυνάμεις μεγέθους Σώματος Στρατού ή Μεραρχίας.
Επιπλέον, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, λειτουργεί ως κρίσιμο στρατηγείο που συνδέει το Αιγαίο, τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, υποστηρίζοντας τη ροή ενισχύσεων προς Βουλγαρία, Ρουμανία και τη ΝΑ πτέρυγα της Συμμαχίας.
Η κατάργησή της εκτός από την απώλεια ενός σημαντικού εθνικού εργαλείου θα σημάνει και την αποδυνάμωση της ΝΑΤΟϊκής διοικητικής αρχιτεκτονικής σε μια κρίσιμη περιοχή για τη συλλογική άμυνα.
Η κατάργηση της ΑΣΔΕΝ επίσης, συνιστά μία ακόμη ατυχή και επικίνδυνη απόφαση, καθώς ακυρώνει μια δοκιμασμένη επιχειρησιακή δομή με αποδεδειγμένη επάρκεια στην επιτήρηση και αποτροπή στο Αιγαίο.
Η ΑΣΔΕΝ δεν είναι απλώς μια διοικητική δομή του Στρατού Ξηράς. Είναι ο θεσμικός φορέας επιχειρησιακής ετοιμότητας, αποτροπής και συντονισμού της εθνικής άμυνας στα νησιά του Αιγαίου.
Αποτελεί ενιαίο στρατηγείο ελέγχου του αρχιπελάγους, εξασφαλίζει τη διοικητική και επιχειρησιακή ενοποίηση των νήσων, υποστηρίζει τη ροή ενισχύσεων και εφεδρειών σε συνθήκες κρίσης και λειτουργεί ως κρίσιμος ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ των τακτικών σχηματισμών και του ΓΕΣ.
Η κατάργησή της, με την πρόθεση ενσωμάτωσης των αρμοδιοτήτων της σε μια νέα ευρύτερη Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου (ΑΣΔΑΜ), διαλύει μια κρίσιμη εξειδικευμένη διοίκηση, υποβαθμίζει τη διακλαδική λειτουργία και υπονομεύει τη στρατηγική συνοχή της αποτροπής στον πλέον ευαίσθητο γεωπολιτικά χώρο της χώρας.
Η επιλογή αυτή δεν ενισχύει, αλλά αποδυναμώνει την ικανότητα άμεσης και συντονισμένης αντίδρασης στην περιοχή ευθύνης της, δημιουργώντας επικίνδυνα διοικητικά κενά και αποδιοργανώνοντας την επιχειρησιακή συνέχεια στο σύνθετο γεωγραφικά περιβάλλον του Αιγαίου.
Επιπλέον, η κατάργηση της ΑΣΔΕΝ διαταράσσει την απαραίτητη ισορροπία διοίκησης ανάμεσα στους Κλάδους, αφού αποδυναμώνει δυσανάλογα τη χερσαία συνιστώσα της αποτροπής, δίχως να ενισχύει αντίστοιχα κάποιο λειτουργικό διακλαδικό σχήμα. Αντί να προάγεται η διακλαδικότητα, εγκαθιδρύεται μια επικίνδυνη ασάφεια. Η ΑΣΔΕΝ αποτελεί εγγυητή της επιχειρησιακής συνοχής του ανατολικού χώρου. Η διάλυσή της συνιστά ρήγμα σε αυτήν τη συνοχή.
Επίσης, η προστιθέμενη αξία της ΑΣΔΕΝ έγκειται στη βαθιά εξοικείωσή της με την επιχειρησιακή λογική του νησιωτικού περιβάλλοντος. Δεν πρόκειται απλώς για ένα επιτελείο, αλλά για έναν οργανισμό με ενσωματωμένη τη γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε νησιού, κάθε μονάδας και κάθε σχηματισμού που λειτουργούν ως Φάροι Εθνικής Αποτροπής.
Αυτή η πολύτιμη, πολυετής εμπειρία και τοπική εξειδίκευση δεν μπορούν να μεταβιβαστούν αυτόματα σε μια νέα, μη εξειδικευμένη περιφερειακή διοίκηση. Η επιχειρούμενη αναδιάταξη, με τη μετατροπή της ΑΣΔΕΝ σε ΑΣΔΑΜ, απειλεί να αλλοιώσει τον ειδικό αποτρεπτικό της ρόλο, αφαιρώντας βάθος και σαφήνεια από το στρατηγικό μήνυμα της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και όλα αυτά, δεν εκτυλίσσονται σε καιρό σταθερότητας και ειρήνης. Αντιθέτως, η αναδιάταξη επιχειρείται σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας, αστάθειας και γεωπολιτικών ανακατατάξεων και την ώρα που η Τουρκία επιδιώκει έναν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή. Την ώρα, που επενδύει στην ακραία εθνικιστική της ρητορική, ενισχύει συστηματικά την επιθετική προβολή της στρατιωτικής της ισχύος και εργαλειοποιεί κάθε κρίση ως μέσο στρατηγικής πίεσης και εκβιασμού.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή να καταργηθούν οι δύο θεμελιώδεις πυλώνες της εθνικής άμυνας (1η Στρατιά και ΑΣΔΕΝ), συνιστά στρατηγικό λάθος, με άμεσες επιπτώσεις στην επιχειρησιακή συνοχή, την ετοιμότητα και την αξιοπιστία της εθνικής αποτροπής.
Η Δομή Δυνάμεων δεν μπορεί να σχεδιάζεται σε στρατηγικό κενό, ούτε ανεξάρτητα από τις δυνατότητες και τις προθέσεις του αντιπάλου. Ειδικότερα, όταν η Τουρκία διατηρεί σαφώς επιθετικά προσανατολισμένη στρατιωτική διάταξη, με ικανότητα ταχείας προβολής ισχύος στο Αιγαίο, στον Έβρο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το επιχειρησιακό ερώτημα εν όψει Typhoon ή/και F-35 στην Τουρκία
Συγκεκριμένα, η 4η Στρατιά με έδρα τη Σμύρνη, αποτελεί την κύρια αποβατική δύναμη της Τουρκίας, ενώ η 1η Στρατιά στην Ανατολική Θράκη διαθέτει τρία Σώματα Στρατού ικανά για ταχεία δράση στον Έβρο. Και οι δύο σχηματισμοί συγκροτούν ένα διακλαδικό σύστημα αποβατικής και χερσαίας ισχύος, υποστηριζόμενο από ειδικές δυνάμεις, αεροπορία στρατού και ναυτικές μονάδες.
Όταν ο αντίπαλος οργανώνεται με αυξημένες επιθετικές δυνατότητες, η αποδόμηση κρίσιμων δομών και η συγχώνευση θεμελιωδών σχηματισμών δεν συνιστούν εκσυγχρονισμό, αλλά στρατηγική πλάνη, η οποία υπονομεύει την αποτρεπτική ισχύ και παραχωρεί πρωτοβουλία κινήσεων σε αυτόν που διατηρεί το πλεονέκτημα της επιθετικής επιλογής.
Τέλος, όλες οι εξαγγελίες του κ. Δένδια για την αλλαγή στη Δομή Δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού τίθενται σε θεσμικό κενό.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει επικαιροποιημένη Πολιτική Εθνικής Άμυνας (ΠΕΑ), πώς είναι δυνατόν ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας να προχωρά σε δομικές παρεμβάσεις που επηρεάζουν το σύνολο της επιχειρησιακής διάταξης και της αμυντικής αρχιτεκτονικής της χώρας;
Στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας το μόνο θεσμικό κείμενο που υπάρχει και σχετίζεται με την Εθνική Ασφάλεια είναι η Πολιτική Εθνικής Άμυνας (ΠΕΑ), το οποίο είναι άκρως απόρρητο έγγραφο και απορρέει από την Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας.
Η ΠΕΑ, αποτελεί το θεμέλιο απ’ το οποίο πηγάζουν όλα τα καταστατικά κείμενα που διέπουν τη λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων [Στρατιωτική Αξιολόγηση Κατάστασης (ΣΑΚ), Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική (ΕΘΣΣ), Γενική Σχεδίαση Άμυνας της Χώρας (ΓΕΣΑΧ), Δομή Δυνάμεων (ΔΔ) κ.λπ.].
Συνεπώς, από τη στιγμή που δεν υπάρχει επικαιροποιημένη ΠΕΑ όπου να έχει εγκριθεί από το ΚΥΣΕΑ και δεν έχουν διατυπωθεί και καταγραφεί στο εν λόγω θεσμικό κείμενο σαφείς στρατηγικοί και επιχειρησιακοί στόχοι για τις Ένοπλες Δυνάμεις, με ποιο στρατηγικό υπόβαθρο επιχειρείται η υλοποίηση της “ΑΤΖΕΝΤΑΣ 2030”;
Ποιο πρόβλημα επιχειρεί να λύσει και με ποιες επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια;
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η Δομή Δυνάμεων και η Εθνική Άμυνα γενικότερα, δεν είναι Άσκηση επί Χάρτου, αλλά ούτε και επικοινωνιακό πυροτέχνημα που αξιοποιείται για λόγους προσωπικού εντυπωσιασμού και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων.
Δεν μπορεί να υποτάσσεται σε πρόχειρους σχεδιασμούς, αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις ή επιφανειακές εξαγγελίες.
Η “νέα Δομή Δυνάμεων” δεν προκύπτει από τεκμηριωμένη στρατηγική ανάλυση, ούτε εντάσσεται σε μια θεσμικά κατοχυρωμένη ιεραρχία σχεδίασης που να εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον.
Αντιθέτως, μοιάζει να συνιστά άσκηση διοικητικού πειραματισμού χωρίς σαφές δόγμα, χωρίς επιχειρησιακή τεκμηρίωση, χωρίς εκτίμηση της απειλής και χωρίς θεσμική συνέπεια.
Ο εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων είναι απαραίτητος. Αλλά για να είναι αποτελεσματικός και θεσμικά νόμιμος, πρέπει να ξεκινά από στρατηγική καθοδήγηση, να καταλήγει σε επιχειρησιακή λογική και να στηρίζεται σε ρεαλιστική αποτύπωση της απειλής.
Υπό το πρίσμα αυτό, όσοι αγνοούν τις συνέπειες που επιφέρουν οι πειραματισμοί τους στη συνοχή και την αποτελεσματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, αναλαμβάνουν ακέραιη την ευθύνη για το επιχειρησιακό κενό που θα προκύψει όταν η κρίση δεν θα είναι Σενάριο επί Χάρτου, αλλά πραγματικότητα.
Τί δεν κάνει η κυβέρνηση και ο ΥΕΘΑ για τις Ένοπλες Δυνάμεις

