Skip to content
Λιγότερο απο 1 λεπτό Διάρκεια άρθρου: Λεπτά

Ο ρόλος και η σημασία της Μουσικής στην Αρχαία Ελλάδα

Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη σοφία, τόσο στις σκέψεις όσο και στα έργα τους. Οι ίδιοι προσέφεραν τα μέγιστα στις επιστήμες, τις τέχνες, τα γράμματα, ακόμη και στην αποκωδικοποίηση των διαφόρων πολιτειακών συστημάτων. Όμως, τι γνωρίζουμε για την θέση της μουσικής στην αρχαία ελληνική κοινωνία;ποίηση. Η ονομασία «Λυρική» δόθηκε από τους λογίους των ελληνιστικών χρόνων γιατί ακριβώς οι ποιητές-συνθέτες τραγουδούσαν τις δημιουργίες τους με την συνοδεία λύρας, είτε μόνης, είτε σε συνδυασμό με τον αυλό. Κατά συνέπεια, οι ποιητές λειτουργούσαν παράλληλα και ως μουσικοί. Το ποιητικό αυτό είδος άκμασε στην Λέσβο με πρώτο τον Τέρπανδρο ο οποίος, όπως είδαμε παραπάνω, είναι ο επινοητής του κιθαρωδικού νόμου. Άλλοι εκπρόσωποι της λυρικής ποίησης ήταν ο Αρχίλοχος ο Πάριος, η Σαπφώ από την Λέσβο, ο επίσης Λέσβιος Αλκαίος, ο Μίμνερμος, ο Ανακρέων, ο Στησίχορος, ο Πίνδαρος και άλλοι. Στα λυρικά ποιήματα ο στίχος σχηματίζει μια ενότητα μουσικής και λόγου. Οι ρυθμοί των στίχων βασίζονται σε ποσοτική εναλλαγή βραχείων και μακρών συλλαβών, οι οποίες αντιστοιχούν με την άρση και τη θέση του ποδιού στην χορευτική κίνηση.Η Λυρική ποίηση έχει τις ρίζες της στη θρησκευτική λατρεία (Παιάνες), σε κοινωνικές εκδηλώσεις όπως ο γάμος ή οι νεκρώσιμες τελετές (Υμέναιοι, Θρήνοι, Ελεγείες) και σε τραγούδια που συνδέονται με έθιμα. Διακρινόταν σε δύο διαφορετικά είδη: Την Μονωδία ή μονωδιακή λυρική και τη Χορική λυρική. Στις αρχές του 6ου. Το είδος αυτό ξεκίνησε ως ένα αυτοσχέδιο ποίημα που τραγουδιόταν στα συμπόσια. Ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες του συμποσίου, όταν τελείωνε το τραγούδι του έδινε την σειρά του στον επόμενο, προσφέροντας του ταυτόχρονα τη λύρα ή ένα κλωνάρι μυρτιάς. Με τον καιρό το σκόλιον, από αυτοσχέδιο ποίημα, διαμορφώθηκε σε πραγματική καλλιτεχνική δημιουργία και οδήγησε γύρω στον 6ο εισάγεται με πρώτο τον Θέσπι, ο οποίος εισήγαγε τον πρώτο υποκριτή. Με τον όρο δραματική ποίηση, βεβαίως, συμπεριλαμβάνεται τόσο η τραγωδία όσο και το σατυρικό δράμα, καθώς και η κωμωδία. Να σημειώσουμε ότι το δράμα αποτελεί αποκλειστικά ελληνική επινόηση και δεν απαντάται σε άλλους αρχαίους πολιτισμούς. Μετά τον Θέσπι εμφανίζονται και άλλοι δραματουργοί όπως ο Χοιρίλος, ο Πρατίνας, ο Φρύνιχος και οι τρεις μεγάλοι τραγικοί: Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Στην κωμωδία έχουμε τον κορυφαίο της Αττικής κωμωδίας τον Αριστοφάνη. Όλοι τους συντελούν στην εξέλιξη και διαμόρφωση του δράματος. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε πως όταν μιλάμε για το αρχαιοελληνικό δράμα θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι επρόκειτο για μια τελετουργία όπου η μουσική έπαιζε θεμελιακό ρόλο. Από την μουσική απαγγελία περνάμε στα στάσιμα, τους κομμούς, τα εμβόλιμα χορικά που έψαλλαν ο χορός και οι υποκριτές με την συνοδεία αυλού. Το τραγούδι του χορού συνοδευόταν με αρμονικές κινήσεις, ένα είδος εκφραστικού ή μιμικού χορού. Να τονίσουμε επίσης την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του θεάτρου η οποία δημιουργούσε μια αρμονική ακουστική θέση και σχέση με το περιβάλλον. Μπορούμε να πούμε ότι η μουσική κατά τον 5οΣύμφωνα με την πλατωνική θεωρία οι αιτίες των διαταραχών της ψυχής οφείλονται στις δυσαρμονικές κινήσεις της. Συνεπώς η θεραπεία τους επιτυγχάνεται εξισορροπώντας ρυθμικά την ανταγωνιστική κίνηση σώματος και ψυχής. Στον Τίμαιο ο Πλάτωνας αναφέρεται στην συγγένεια αρμονίας και ψυχικής κατάστασης και θεωρεί ότι η πρώτη μας δόθηκε από τις Μούσες ως σύμμαχος ενάντια στην δυσαρμονική φορά της ψυχής. Με αυτόν τον τρόπο θα οδηγήσει την ψυχή σε τάξη και συμφωνία με τον εαυτό της. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και ο ρυθμός. Μας βοηθάει να παλέψουμε την εσωτερική τάση που έχουμε για απουσία μέτρου και έλλειψη χάρης. Από την άλλη, στους Νόμους, δίνει μία ακόμη εξήγηση για τις αιτίες του δυσαρμονικού τρόπου κίνησης της ψυχής που ενδέχεται να οδηγήσουν ακόμη και στην διανοητική ταραχή. Συγκεκριμένα προβάλλει τον φόβο ο οποίος προέρχεται από κάποια ταπεινή συνήθεια της ψυχής. Ισχυρίζεται λοιπόν ο φιλόσοφος ότι στη θεραπεία μιας τέτοιας διαταραχής η μουσική και ο χορός, ειδικά ο έντονος χορός, μπορούν να έχουν ευεργετικό ρόλο. Η εξήγηση που δίνει είναι ότι ένα δυνατό εξωτερικό ερέθισμα χαρίζει ψυχική γαλήνη και ηρεμία. Πιστεύει ακράδαντα ότι οι μελωδίες γεννούν αναμφίβολα ηθικά συναισθήματα. Το ίδιο θεωρεί ότι συμβαίνει και με τους ρυθμούς. Άλλοι από αυτούς φέρνουν ηρεμία, ενώ άλλοι συνταράσσουν την ψυχή. Επομένως, θεωρεί ότι με βάση τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η μουσική έχει την δύναμη να διαμορφώνει το ήθος της ψυχής. Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, θέτοντας έναν ορισμό για την Μουσική στο έργο του «Περί Ποιητικής»τονίζει ότι οι μουσικές τέχνες (ποίηση, μουσική, όρχηση), οι οποίες ενεργούν διά μέσου της ακοής, μιμούνται τα ψυχικά συναισθήματα και τις πράξεις μέσω του ρυθμού, του λόγου και των μελωδικών διαδοχών. Για τον ίδιο, ο ρόλος της μουσικής έγκειται στο γεγονός ότι εξεγείρει την ψυχή του ακροατή, το αίσθημα και τις ιδέες με στόχο να διευκολύνουν την πλήρη κατανόηση του ποιητικού έργου. άρχισε να δίνει βασική σημασία, όχι στις μαθηματικές αναζητήσεις, αλλά στην πραγματική ακουστική σχέση ανάμεσα στους ήχους. Με κατηγορηματικό τρόπο αποκρούει την οικοδόμηση της μουσικής αποκλειστικά πάνω σε μαθηματικούς υπολογισμούς. Η διαφοροποίηση του Αριστόξενου είχε να κάνει με το γεγονός ότι ανήγαγε ως αποφασιστικό στοιχείο την αισθητική αντίληψη, αφού σε πρώτη φάση εκτιμηθεί και ταξινομηθεί από τον νου. Κατά συνέπεια θέτει σε δεύτερη μοίρα το ιδεατό και προκρίνει το υπαρκτό και επιστητό. Εν ολίγοις, το αριστοξενικό δόγμα πρεσβεύει την άποψη ότι η μουσική ανήκει αποκλειστικά στους μουσικούς δημιουργούς, το αυτί (ους)των οποίων αποτελεί τον ύπατο και τελικό κριτή. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι ως γνήσιος μαθητής του Αριστοτέλη, οι κανόνες που θέσπισε ο Αριστόξενος αφορούν την πράξη ως μεθοδική περιγραφή της και δεν συνιστούν καθαρή θεωρία.Με τη διαμετρικά αντίθετη αντίληψη του Αριστόξενου περί μουσικής, από εκείνη των Πυθαγορείων, δημιουργήθηκε μία νέα σχολή σκέψης σε σχέση με την μουσική. Όσοι ακολουθούσαν την μέχρι τότε Πυθαγόρεια προσέγγιση ονομάζονταν «κανονικοί» ή «μαθηματικοί». Αντιστοίχως εκείνοι οι οποίοι συντάσσονταν με την Αριστοξένεια οπτική πήραν την ονομασία «ακουστικοί» ή «ακουσματικοί» και «αρμονικοί». Στην ουσία η αντίθεση μεταξύ των δύο αντικατοπτρίζει την ευρύτερη αντίθεση ανάμεσα σε ιδεαλιστές και ρεαλιστές. Επιπρόσθετα, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτειακές αλλαγές στις ελληνικές πόλεις, πλειοψηφούσε πότε η μία προσέγγιση πότε η άλλη.. Οι δύο μεγάλοι δελφικοί ύμνοι είναι το σημαντικότερο σωζόμενο κατάλοιπο από την αρχαία παράδοση. Χαραγμένοι σε στήλες που βρίσκονταν στον Θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς, οι επιγραφές αυτές μας διασώζουν σημαντικά αποσπάσματα της Αρχαίας Μουσικής. Αναφορικά με την στήλη του Σεικίλου, πρόκειται για το μοναδικό πλήρως σωζόμενο μουσικό κείμενο της αρχαιότητας. Αποτελείται από έναν μικρό κίονα με εγχάρακτο κάποιο ποίημα με το οποίο σχολιάζεται το νόημα της ζωής, εγκωμιάζοντας ειδικότερα την ευζωία. Πρόκειται για μια ενδεικτική σύνθεση της Αρχαίας Ελληνικής μουσικής, η οποία την καθιστά πολύτιμη. Εκτός των επιγραφών συναντάμε και κάποια χειρόγραφα που έχουν βρεθεί στην Οξύρρυγχο της Αιγύπτου. Ο συνολικός τους αριθμός είναι 54 και έχουν καταστεί αντικείμενο μελέτης. Επίσης, έχουν σωθεί κάποιοι πάπυροι με αποσπάσματα από αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Πρόκειται για αποσπάσματα από τραγωδίες του Ευριπίδη και κάποιοι στίχοι από τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη.

V. Συμπεράσματα

Από την μελέτη των διαφόρων λογοτεχνικών, φιλολογικών και εικαστικών πηγών, αντλήσαμε χρήσιμα συμπεράσματα για τον ρόλο και τη σημασία της μουσικής στην Αρχαία Ελλάδα. Η χρήση της ήταν πολυδιάστατη και είχε άμεση σχέση με την ποίηση και το χορό. Ήδη από τα Ομηρικά Έπη μαθαίνουμε ότι οι αοιδοί απάγγελλαν τα έπη συνοδεία μουσικής, ενώ η λυρική ποίηση πήρε αυτό το προσωνύμιο επειδή η απαγγελία της γινόταν με συνοδεία λύρας. Η μουσική συνδέθηκε στενά με την θρησκεία, καθότι οι απαρχές της ανάγονται στον ρυθμό και τη μελωδία με τραγούδι και κίνηση από τις θρησκευτικές τελετές.. Εξάλλου στις τέσσερις μεγάλες Πανελλήνιες εορτές, δηλαδή τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Νέμεα και τα Ίσθμια διεξάγονταν, παράλληλα με τους αθλητικούς, μουσικοί αγώνες. Αναπόφευκτα οι πιο διαδεδομένοι τύποι τραγουδιών ήταν τα θρησκευτικά άσματα όπως ο διθύραμβος, προς τιμήν του θεού Διονύσου και ο παιάνας, το ιερό άσμα του Απόλλωνα. Από τον διθύραμβο, άλλωστε, γεννήθηκε το Αττικό Δράμα το οποίο δέσποσε τον 5ο π.Χ αιώνα και μέσω του οποίου κορυφώθηκε η Αρχαιοελληνική Μουσική. Επιπλέον, η μουσική συνόδευε και πολλές άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, όπως οι πολεμικές συνθέσεις εμψύχωναν για τον πόλεμο, την εργασία, τα συμπόσια, τους γάμους, τις κηδείες. Αλλά και στην ιδιωτική ζωή το συναίσθημα του Έρωτος εκδηλωνόταν με τραγούδια. Τα παιδιά επίσης άκουγαν νανουρίσματα από την βρεφική τους ηλικία είτε από την μητέρα τους είτε από την τροφό τους.

Η μουσική όμως κατέστη αντικείμενο φιλοσοφικής διερεύνησης από τους κορυφαίους Αρχαίους Έλληνες διανοητές. Από τον Πυθαγόρα και τους μαθητές του μέχρι τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, επιχειρήθηκε μια διεξοδική ανάλυση του μουσικού φαινομένου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η έντονη διαφοροποίηση του αριστοτελικού Αριστόξενου, ο οποίος έθεσε σε νέες βάσεις την θεώρηση της μουσικής. Ο ίδιος απέρριψε την μαθηματική της δομή και έθεσε σε πρώτο πλάνο, προκειμένου να κατανοηθεί, την πρωτοκαθεδρία των αισθήσεων με κυρίαρχη εκείνη της ακοής.

Τέλος είδαμε ότι πολύτιμες μαρτυρίες μας προσφέρει το εικαστικό υλικό από τις διάφορες ανασκαφές στην προσπάθειά μας να ανασυνθέσουμε το αρχαιοελληνικό μουσικό παρελθόν.

Το πρωτότυπο άρθρο https://www.olympia.gr/1629857/viral/o-rolos-kai-i-simasia-tis-moysikis-stin-archaia-ellada/ ανήκει στο ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ – olympia .